ωολογία

ωολογία
η
1) оология (отдел орнитологии, занимающийся изучением птичьих яиц); 2) эмбриология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ωολογία" в других словарях:

  • ωολογία — η, Ν επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο μελέτης τον σχηματισμό και τη σύσταση τών αβγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωο(ν)«αβγό» + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • ωολογικός — ή, ό, Ν [ωολογία] ο σχετικός με την ωολογία …   Dictionary of Greek

  • Oologie — L oologie ou oölogie est la branche de la zoologie qui a pour objet l étude de la formation de l œuf et de son développement primitif, particulièrement les œufs d oiseaux. L oologie comprend également l étude de nids d oiseaux. Le mot a une… …   Wikipédia en Français

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»